- σκληρόψυχος
- -η, -οσκληρόκαρδος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκληρόψυχος — hard hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρόψυχος — η, ο / σκληρόψυχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρή ψυχή σκληρόκαρδος, ανηλεής νεοελλ. χαρακτηρισμός καταστάσεων δηλωτικών τής σκληρότητας τής ψυχής («σκληρόψυχο φέρσιμο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
σκληροψύχου — σκληρόψυχος hard hearted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροκάρδιος — α, ο / σκληροκάρδιος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, ανάλγητος, άσπλαχνος («ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῑς», ΠΔ) αρχ. πεισματάρης, ισχυρογνώμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + καρδία + κατάλ. ιος*] … Dictionary of Greek
σκληρόκαρδος — η, ο, Ν σκληρόψυχος, ανάλγητος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek